λειαντικά

λειαντικά
Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με ορισμένη κοκκομετρική ομοιομορφία. Τοποθετούνται σε ειδικούς φορείς (π.χ. σμυριδόχαρτο) ή αναμειγνύονται με συνδετικά υλικά για να αποτελέσουν τους λεγόμενους σμυριδοτροχούς. Η σκληρότητα του λ. πρέπει να είναι μεγαλύτερη από εκείνη του υλικού που υφίσταται την κατεργασία. Με τη χρήση κατάλληλου λ. το τεμάχιο υφίσταται περίξεση και τρόχιση μέχρι να αποκτήσει την τελική μορφή του· ύστερα φέρεται ακριβώς στις επιθυμητές διαστάσεις και τέλος λειαίνονται οι επιφάνειές του. Πολύ διαδεδομένα λ. φυσικής προέλευσης είναι η σμύριδα (σμερίλι), το κορούνδιο, το διαμάντι (κατάλληλο για λείανση υλικών πολύ μεγάλης σκληρότητας), η ορυκτή σκόνη, η άμμος και η ελαφρόπετρα. Τεχνητά λ., που προτιμώνται λόγω ομοιογένειας και σκληρότητας, είναι το τεχνητό κορούνδιο και ανθρακικές ενώσεις του πυριτίου και του βορίου. Το μέγεθος των κόκκων του λ. ορίζεται με τον ενδεικτικό αριθμό του πυκνότερου κόσκινου από το οποίο περνούν οι κόκκοι του. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί συνήθως στο πλήθος των συρμάτων που φέρει το κόσκινο ανά ίντσα μήκους (25,4 χιλιοστά). Με βάση την ταξινόμηση αυτή υπάρχουν λ. με χαρακτηριστικό αριθμό, από την τάξη των δεκάδων, κατάλληλα για εργασίες καθαρισμού ή χονδροειδούς επεξεργασίας, μέχρι και την τάξη των εκατοντάδων, για εργασίες τελικής επεξεργασίας και λείανσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λειαντικός — ή, ό (Α λεαντικός, ή, όν) [λειαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λείανση ή ο κατάλληλος να κάνει κάτι λείο (α. «λειαντικά εργαλεία» εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη λείανση β. «λειαντικά μέσα» σκληρά και αιχμηρά υλικά που εφαρμόζονται… …   Dictionary of Greek

  • σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… …   Dictionary of Greek

  • νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος …   Dictionary of Greek

  • τριβείο — το, Ν [τριβεύς] τεχνολ. μηχανή που επιτρέπει μέσω δονητικής ή περιστροφικής κινήσεως και με λειαντικά μέσα τη στίλβωση επιφανειών από μάρμαρο, ξύλο, δέρμα κ.ά. (α. «τριβείο με τύμπανα» β. «τριβείο δίσκου» γ. «τριβείο ταινίας» δ. «τριβείο πλατιάς… …   Dictionary of Greek

  • τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακορούνδιο — Εμπορική ονομασία του καρβιδίου του πυριτίου (SiC), ενός από τα πιο σπουδαία τεχνητά λειαντικά μέσα. Το ανακάλυψε τυχαία το 1891 o Αμερικανός Έντουαρντ Άτσισον ενώ προσπαθούσε να παρασκευάσει διαμάντι. Λαμβάνεται με θέρμανση σε ηλεκτρικό φούρνο… …   Dictionary of Greek

  • γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • μηχανουργική κατεργασία — Το σύνολο των λειτουργιών οι οποίες, χρησιμοποιώντας μηχανολογικό εξοπλισμό, διαμορφώνουν υλικά με στόχο την παραγωγή εξαρτημάτων με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Υπάρχουν πολλά μηχανουργικά εργαλεία, το πιο βασικό των οποίων είναι ο τόρνος. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”